ΛΕΪΣΜΑΝΙΑΣΗ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ (ΚΑΛΑ-ΑΖΑΡ)

Η λεϊσμανίαση είναι μια ασθένεια που προκαλείται από ένα παράσιτο πρωτόζωο που ονομάζεται Leishmania . Μπορεί να επηρεάσει τόσο τον σκύλο όσο και τον άνθρωπο . Το κύριο παράσιτο που μολύνει τον σκύλο , είναι η Leishmania infantum .

Το παράσιτο αυτό μεταδίδεται μόνο με το τσίμπημα σκνιπών . Η απευθείας μετάδοση από σκύλο σε σκύλο ή από σκύλο σε άνθρωπο , δεν είναι δυνατή ή εξαιρετικά σπάνια .

Οι φλεβοτόμοι είναι μικρά κουνούπια (σκνίπες) που τρέφονται με αίμα  και που δραστηριοποιούνται κυρίως τις απογευματινές ώρες , μετά το ηλιοβασίλεμα . Οι σκνίπες που μπορούν να μεταδώσουν την λεϊσμανίαση , είνασι ιδιαίτερα η Phlebotomus perniciosus και η Phlebotomum neglectus . Η θηλυκή φλεβοτόμος τσιμπάει ένα μολυσμένο σκυλί και παίρνει το παράσιτο , το οποίο υποβάλλεται σε αρκετές μετατροπές στο σώμα του εντόμου . Όταν η σκνίπα τσιμπάει ένα άλλο σκυλί , το παράσιτο εισέρχεται στο δέρμα του τελευταίου και έτσι μολύνεται . Παράγοντες αυξημένου κινδύνου είναι : η έκθεση στις σκνίπες , ένα υψηλό ποσοστό μολυσμένων ζώων και η εξασθένιση του ανοσοποιητικού συστήματος . Παρά το γεγονός ότι οι σκνίπες είναι έντομα εποχικά που ανιχνεύονται κυρίως από τον Μάϊο εώς τον Οκτώβριο , η ασθένεια μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε στιγμή του έτους , διότι ο χρόνος επώασης είναι πολύ μεγάλος ( από τρείς μήνες εως μερικά χρόνια )

Ποιά είναι τα συμπτώματα ;

Στον σκύλο η συμτωματολογία είναι πολύ μεταβλητή . Σε ορισμένους ασθενείς μπορεί να απουσιάζουν σαφείς ενδείξεις της νόσου . Σ΄αυτούς όμως που αναπτύσουν κλινική εικόνα , αυτή συνήθως χαρακτηρίζεται από την παρουσία πιτυρίδας , απώλεια τριχώματος γύρω απο τα μάτια και στα αυτιά , έλκη και οζίδια στη μύτη , στα χείλη , τα βλέφαρα και τα τους αγκώνες , υπερβολική ανάπτυξη των νυχιών (ονυχομεγαλία ) , απώλεια βάρους , ρινορραγία , διόγκωση λεμφαδένων και του σπλήνα και σε πιο προχωρημένες μορφές , αυξημένη δίψα και ούρηση , σημάδια νεφρικής ανεπάρκειας , η οποία είναι και κύρια αιτία θανάτου .

Πώς γίνεται η διάγνωση ;

Η διάγνωση μπορεί να γίνει με την ανάδειξη του παρασίτου στις αναρροφήσεις με βελόνα ή βιοψίες των λεμφαδένων ή του μυελού των οστών ή με ειδικές εξετάσεις αίματος και τους ιστούς του ζώου .

Πώς αντιμετωπίζεται ;

Η θεραπεία επιτυγχάνεται με φάρμακα ειδικά κατά του παρασίτου και με μέτρα στήριξης για τον έλεγχο των συμπτωμάτων και τις συνέπειες της μόλυνσης , ιδίως για ν΄αποφευχθεί και να προβλευτεί η νεφρική ανεπάρκεια . Η θεραπεία θα πρέπει να πραγματοποιείται υπό τον ολοκληρωτικό έλεγχο του κτηνιάτρου . Η θεραπεία σήμερα , περιλαμβάνει την χρήση κυρίως δύο φαρμάκων , της αλλοπουρινόλης ( zylapour ) για περίπου 6 μήνες και της μιλτεφοσύνης ( milteforan ) για 4 εβδομάδες , που επιτρέπει την εκτέλεση της θεραπείας από το στόμα , σε αντίθεση με την χρήση παλαιότερων φαρμάκων ( glucantim ) όπου έπρεπε να γίνονται καθημερινά ενέσεις .

Η πρόγνωση για την επίλυση των κλινικών συμπτωμάτων είναι καλή , αλλά οι υποτροπές είναι συχνές γιατί καμία θεραπεία δεν είναι σε θέση να εξαλείψει πλήρως το παράσιτο .

Πώς γίνεται η πρόληψη ;

Για να προστατέψουμε τον σκύλο μας από την ασθένεια , είναι απαραίτητο να το προστατέψουμε από τα έντομα-φορείς , τις σκνίπες . Μπορούμε , σε κάποιο βαθμό . να αποτρέψουμε το τσίμπημα του σκύλου μας απ ΄την σκνίπα , εφαρμόζοντας κατάλληλα εντομοαπωθητικά στο δέρμα ή με την χρήση ειδικών εντομοαπωθητικών κολάρων . Επιπλέον , είναι χρήσιμο να κρατάμε τον σκύλο μας μέσα στο σπίτι κατά τις ώρες μεγαλύτερης παρουσίας της σκνίπας , δηλαδή το ηλιοβασίλεμα . Τα τελευταία χρόνια , κυκλοφορεί και εφαρμόζεται και το εμβόλιο κατά της λεϊσμανίασης . Δυστηχώς όμως , ακόμα και αυτό δεν έχει σίγουρη και απόλυτη αποτελεσματικότητα , αν και αυξάνει σημαντικά τις άμυνες του οργανισμού κατά του παρασίτου .

Όλες αυτές οι προφυλάξεις λοιπόν , δεν εγγυώνται ότι ο σκύλος δεν θα επηρεαστεί από την ασθένεια , γι ‘ αυτό είναι πολύ σημαντικό να γίνεται τουλάχιστον ανά έτος , αιματολογικός έλεγχος στο ζώο μας . Η λεϊσμανίαση μπορεί να θεραπευτεί μόνο αν διαγνωστεί έγκαιρα , ακόμα καλύτερα στα ζώα που ακόμα δεν έχουν παρουσιάσει κλινικά συμπτώματα . Η κυτταρολογική – ιστολογική εξέταση , είναι ένα τεστ που μπορεί να γίνει πολύ γρήγορα στα κτηνιατρεία :  το υλικό που πρόκειται να αναλυθεί , λαμβάνεται με αναρρόφηση με βελόνα ή με τομές βιοψίας ιστών  και αλλοιώσεων , που επιτρέπουν την ανίχνευση των παρασίτων στο δείγμα .

Η εξέταση ELISA είναι μια πρόσθετη δοκιμασία για την αξιολόγηση της παρουσίας του παρασίτου , καθώς επιτρέπει την ανίχνευση μέσω χρωματομετρικών αντιδράσεων , των αντισωμάτων ενάντια των αντιγόνων του παρασίτου , από τα δείγματα αίματος . Τέλος υπάρχει η εξέταση του έμμεσου ανοσοφθορισμού και η μοριακή εξέταση PCR

Η θεραπευτική προσέγγιση του σκύλου με λεϊσμανίαση δεν είναι απλή και μπορεί να έχει μια διάρκεια μεγαλύτερη ή μικρότερη , ανάλογα με την ανταπόκριση του οργανισμού στα φάρμακα καθώς και την ανθεκτικότητα του παρασίτου σ’ αυτά .

Comments are closed.